- σμπαραλιάζω
- σμπαραλιάζω, σμπαράλιασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σμπαραλιάζω — Ν 1. μεταβάλλω σε σμπαράλια, σε συντρίμμια, καταθρυμματίζω 2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι σμπαράλια, διαλύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbaragliare (βλ. και σμπαράλια)] … Dictionary of Greek
σμπαραλιάζω — σμπαράλιασα, σμπαραλιάστηκα, σμπαραλιασμένος, κάνω κομμάτια: Του έπεσε το ποτήρι από τα χέρια και σμπαραλιάστηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμπαράλιασμα — το, Ν [σμπαραλιάζω] το αποτέλεσμα τού σμπαραλιάζω, κομμάτιασμα … Dictionary of Greek